- ὡρονόμιον
- ὡρονόμ-ιον, τό,A v. ὡρονομεῖον.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ωρονόμιο — το / ὡρονόμιον, ΝΜΑ [ὡρονόμος] νεοελλ. μσν. (στο Βυζ.) σύστημα οπτικής τηλεπικοινωνίας με πυρσούς αρχ. ὡρονομεῑον* … Dictionary of Greek